Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμοιρος
ἀμοίχευτος
ἀμολγάδες
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
View word page
ἀμόμφητος
blameless
ShortDef
blameless
Debugging
Headword:
ἀμόμφητος
Headword (normalized):
ἀμόμφητος
Headword (normalized/stripped):
αμομφητος
IDX:
4711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4712
Key:
Data
{'content': 'blameless'}