Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατεκτός
κατέλαιος
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελπίζω
κατελπισμός
κατεμβλέπω
κατεμέω
κατεμπίπρημι
κατεμφορέομαι
View word page
κατεκτός
outside

ShortDef

outside

Debugging

Headword:
κατεκτός
Headword (normalized):
κατεκτός
Headword (normalized/stripped):
κατεκτος
IDX:
47118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47119
Key:

Data

{'content': 'outside'}