Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατειλητέον
κατειλυσπάομαι
κατειλύω
κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖπον
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατεκτός
κατέλαιος
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελπίζω
κατελπισμός
κατεμβλέπω
View word page
κατεισαγωγή
disparagement
ShortDef
disparagement
Debugging
Headword:
κατεισαγωγή
Headword (normalized):
κατεισαγωγή
Headword (normalized/stripped):
κατεισαγωγη
IDX:
47115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47116
Key:
Data
{'content': 'disparagement'}