Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμοίρημα
ἄμοιρος
ἀμοίχευτος
ἀμολγάδες
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
View word page
Ἀμομφάρετος
Amompharetus

ShortDef

Amompharetus

Debugging

Headword:
Ἀμομφάρετος
Headword (normalized):
ἀμομφάρετος
Headword (normalized/stripped):
αμομφαρετος
IDX:
4710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4711
Key:

Data

{'content': 'Amompharetus'}