Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
κατεζητημένως
κατεθίζω
κατείβω
View word page
κατεγγυητικά
betrothal

ShortDef

betrothal

Debugging

Headword:
κατεγγυητικά
Headword (normalized):
κατεγγυητικά
Headword (normalized/stripped):
κατεγγυητικα
IDX:
47088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47089
Key:

Data

{'content': 'betrothal'}