Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
View word page
κατεγγυεύω
give security

ShortDef

give security

Debugging

Headword:
κατεγγυεύω
Headword (normalized):
κατεγγυεύω
Headword (normalized/stripped):
κατεγγυευω
IDX:
47085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47086
Key:

Data

{'content': 'give security'}