Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
View word page
κατεβλακευμένως
slothfully, tardily

ShortDef

slothfully, tardily

Debugging

Headword:
κατεβλακευμένως
Headword (normalized):
κατεβλακευμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεβλακευμενως
IDX:
47083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47084
Key:

Data

{'content': 'slothfully, tardily'}