Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγχειρέω
View word page
κατεάσσω
break

ShortDef

break

Debugging

Headword:
κατεάσσω
Headword (normalized):
κατεάσσω
Headword (normalized/stripped):
κατεασσω
IDX:
47082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47083
Key:

Data

{'content': 'break'}