Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκλημα
View word page
κατεακτέος
perfringendus

ShortDef

perfringendus

Debugging

Headword:
κατεακτέος
Headword (normalized):
κατεακτέος
Headword (normalized/stripped):
κατεακτεος
IDX:
47080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47081
Key:

Data

{'content': 'perfringendus'}