Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
View word page
καταψύχω
to cool, chill
ShortDef
to cool, chill
Debugging
Headword:
καταψύχω
Headword (normalized):
καταψύχω
Headword (normalized/stripped):
καταψυχω
IDX:
47079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47080
Key:
Data
{'content': 'to cool, chill'}