Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοιβιμαῖος
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἀμοίρημα
ἄμοιρος
ἀμοίχευτος
ἀμολγάδες
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
View word page
ἀμόλγιον
a milk-pail
ShortDef
a milk-pail
Debugging
Headword:
ἀμόλγιον
Headword (normalized):
ἀμόλγιον
Headword (normalized/stripped):
αμολγιον
IDX:
4707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4708
Key:
Data
{'content': 'a milk-pail'}