Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψεύστης
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
View word page
καταψοφέω
make a loud noise

ShortDef

make a loud noise

Debugging

Headword:
καταψοφέω
Headword (normalized):
καταψοφέω
Headword (normalized/stripped):
καταψοφεω
IDX:
47074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47075
Key:

Data

{'content': 'make a loud noise'}