Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
κατάψυχρος
καταψύχω
κατεακτέος
View word page
καταψήχω
to rub down, pound in a mortar

ShortDef

to rub down, pound in a mortar

Debugging

Headword:
καταψήχω
Headword (normalized):
καταψήχω
Headword (normalized/stripped):
καταψηχω
IDX:
47070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47071
Key:

Data

{'content': 'to rub down, pound in a mortar'}