Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβιμαῖος
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἀμοίρημα
ἄμοιρος
ἀμοίχευτος
ἀμολγάδες
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
View word page
ἀμολγή
milking
ShortDef
milking
Debugging
Headword:
ἀμολγή
Headword (normalized):
ἀμολγή
Headword (normalized/stripped):
αμολγη
IDX:
4706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4707
Key:
Data
{'content': 'milking'}