Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψηφιστέος
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
View word page
καταψηφίζομαι
to vote against

ShortDef

to vote against

Debugging

Headword:
καταψηφίζομαι
Headword (normalized):
καταψηφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταψηφιζομαι
IDX:
47066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47067
Key:

Data

{'content': 'to vote against'}