Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψηφιστέος
View word page
καταψεύδομαι
to tell lies against, speak falsely of

ShortDef

to tell lies against, speak falsely of

Debugging

Headword:
καταψεύδομαι
Headword (normalized):
καταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
καταψευδομαι
IDX:
47059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47060
Key:

Data

{'content': 'to tell lies against, speak falsely of'}