Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
View word page
καταψεκάζω
to wet by continual dropping

ShortDef

to wet by continual dropping

Debugging

Headword:
καταψεκάζω
Headword (normalized):
καταψεκάζω
Headword (normalized/stripped):
καταψεκαζω
IDX:
47057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47058
Key:

Data

{'content': 'to wet by continual dropping'}