Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
κατάψησις
καταψηφίζομαι
View word page
καταψάω
to stroke with the hand, to stroke, caress

ShortDef

to stroke with the hand, to stroke, caress

Debugging

Headword:
καταψάω
Headword (normalized):
καταψάω
Headword (normalized/stripped):
καταψαω
IDX:
47056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47057
Key:

Data

{'content': 'to stroke with the hand, to stroke, caress'}