Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
κατάψησις
View word page
καταψάλλω
play stringed instruments to

ShortDef

play stringed instruments to

Debugging

Headword:
καταψάλλω
Headword (normalized):
καταψάλλω
Headword (normalized/stripped):
καταψαλλω
IDX:
47055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47056
Key:

Data

{'content': 'play stringed instruments to'}