Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
View word page
κατάχωσις
covering up, burying

ShortDef

covering up, burying

Debugging

Headword:
κατάχωσις
Headword (normalized):
κατάχωσις
Headword (normalized/stripped):
καταχωσις
IDX:
47054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47055
Key:

Data

{'content': 'covering up, burying'}