Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
View word page
καταχωριστέον
one must assign a place to

ShortDef

one must assign a place to

Debugging

Headword:
καταχωριστέον
Headword (normalized):
καταχωριστέον
Headword (normalized/stripped):
καταχωριστεον
IDX:
47053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47054
Key:

Data

{'content': 'one must assign a place to'}