Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
View word page
καταχωρέω
yield
ShortDef
yield
Debugging
Headword:
καταχωρέω
Headword (normalized):
καταχωρέω
Headword (normalized/stripped):
καταχωρεω
IDX:
47050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47051
Key:
Data
{'content': 'yield'}