Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
View word page
καταχώννυμι
to cover with a heap

ShortDef

to cover with a heap

Debugging

Headword:
καταχώννυμι
Headword (normalized):
καταχώννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταχωννυμι
IDX:
47049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47050
Key:

Data

{'content': 'to cover with a heap'}