Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
καταψεκάζω
View word page
καταχώνευσις
melting down

ShortDef

melting down

Debugging

Headword:
καταχώνευσις
Headword (normalized):
καταχώνευσις
Headword (normalized/stripped):
καταχωνευσις
IDX:
47047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47048
Key:

Data

{'content': 'melting down'}