Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
καταψάω
View word page
κατάχωλος
dead lame

ShortDef

dead lame

Debugging

Headword:
κατάχωλος
Headword (normalized):
κατάχωλος
Headword (normalized/stripped):
καταχωλος
IDX:
47046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47047
Key:

Data

{'content': 'dead lame'}