Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψάλλω
View word page
κατάχυτλον
watering-pot, portable shower-bath

ShortDef

watering-pot, portable shower-bath

Debugging

Headword:
κατάχυτλον
Headword (normalized):
κατάχυτλον
Headword (normalized/stripped):
καταχυτλον
IDX:
47045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47046
Key:

Data

{'content': 'watering-pot, portable shower-bath'}