Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
View word page
κατάχυσμα
that which is poured over, sauce

ShortDef

that which is poured over, sauce

Debugging

Headword:
κατάχυσμα
Headword (normalized):
κατάχυσμα
Headword (normalized/stripped):
καταχυσμα
IDX:
47043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47044
Key:

Data

{'content': 'that which is poured over, sauce'}