Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
View word page
καταχύδην
pouring down, profusely

ShortDef

pouring down, profusely

Debugging

Headword:
καταχύδην
Headword (normalized):
καταχύδην
Headword (normalized/stripped):
καταχυδην
IDX:
47041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47042
Key:

Data

{'content': 'pouring down, profusely'}