Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
View word page
κατάχρωσις
colouring

ShortDef

colouring

Debugging

Headword:
κατάχρωσις
Headword (normalized):
κατάχρωσις
Headword (normalized/stripped):
καταχρωσις
IDX:
47040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47041
Key:

Data

{'content': 'colouring'}