Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
καταχώννυμι
View word page
καταχρώννυμι
colour

ShortDef

colour

Debugging

Headword:
καταχρώννυμι
Headword (normalized):
καταχρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταχρωννυμι
IDX:
47039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47040
Key:

Data

{'content': 'colour'}