Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
καταχωνεύω
View word page
καταχρώζω
to colour

ShortDef

to colour

Debugging

Headword:
καταχρώζω
Headword (normalized):
καταχρώζω
Headword (normalized/stripped):
καταχρωζω
IDX:
47038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47039
Key:

Data

{'content': 'to colour'}