Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
κατάχωλος
καταχώνευσις
View word page
καταχρυσόω
to cover with gold-leaf, gild

ShortDef

to cover with gold-leaf, gild

Debugging

Headword:
καταχρυσόω
Headword (normalized):
καταχρυσόω
Headword (normalized/stripped):
καταχρυσοω
IDX:
47037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47038
Key:

Data

{'content': 'to cover with gold-leaf, gild'}