Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
κατάχυτλον
View word page
κατάχρους
well-colored, healthy looking

ShortDef

well-colored, healthy looking

Debugging

Headword:
κατάχρους
Headword (normalized):
κατάχρους
Headword (normalized/stripped):
καταχρους
IDX:
47035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47036
Key:

Data

{'content': 'well-colored, healthy looking'}