Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
κατάχυσμα
View word page
κατάχριστος
for use as ointments

ShortDef

for use as ointments

Debugging

Headword:
κατάχριστος
Headword (normalized):
κατάχριστος
Headword (normalized/stripped):
καταχριστος
IDX:
47033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47034
Key:

Data

{'content': 'for use as ointments'}