Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
κατάχυσις
View word page
καταχριστέον
one must anoint

ShortDef

one must anoint

Debugging

Headword:
καταχριστέον
Headword (normalized):
καταχριστέον
Headword (normalized/stripped):
καταχριστεον
IDX:
47032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47033
Key:

Data

{'content': 'one must anoint'}