Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
View word page
κατάχρισμα
salve, ointment
ShortDef
salve, ointment
Debugging
Headword:
κατάχρισμα
Headword (normalized):
κατάχρισμα
Headword (normalized/stripped):
καταχρισμα
IDX:
47031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47032
Key:
Data
{'content': 'salve, ointment'}