Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
καταχρώννυμι
View word page
καταχρηστικός
misused, misapplied

ShortDef

misused, misapplied

Debugging

Headword:
καταχρηστικός
Headword (normalized):
καταχρηστικός
Headword (normalized/stripped):
καταχρηστικος
IDX:
47029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47030
Key:

Data

{'content': 'misused, misapplied'}