Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώζω
View word page
καταχρηστέον
one must use

ShortDef

one must use

Debugging

Headword:
καταχρηστέον
Headword (normalized):
καταχρηστέον
Headword (normalized/stripped):
καταχρηστεον
IDX:
47028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47029
Key:

Data

{'content': 'one must use'}