Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
View word page
κατάχρησις
excessive use
ShortDef
excessive use
Debugging
Headword:
κατάχρησις
Headword (normalized):
κατάχρησις
Headword (normalized/stripped):
καταχρησις
IDX:
47027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47028
Key:
Data
{'content': 'excessive use'}