Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
View word page
καταχρηματισμός
deed, instrument

ShortDef

deed, instrument

Debugging

Headword:
καταχρηματισμός
Headword (normalized):
καταχρηματισμός
Headword (normalized/stripped):
καταχρηματισμος
IDX:
47026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47027
Key:

Data

{'content': 'deed, instrument'}