Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
View word page
καταχρηματίζω
deal with
ShortDef
deal with
Debugging
Headword:
καταχρηματίζω
Headword (normalized):
καταχρηματίζω
Headword (normalized/stripped):
καταχρηματιζω
IDX:
47025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47026
Key:
Data
{'content': 'deal with'}