Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
View word page
κατάχρεως
indebted (κατάχρεος LSJ)

ShortDef

indebted (κατάχρεος LSJ)

Debugging

Headword:
κατάχρεως
Headword (normalized):
κατάχρεως
Headword (normalized/stripped):
καταχρεως
IDX:
47024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47025
Key:

Data

{'content': 'indebted (κατάχρεος LSJ)'}