Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
View word page
κατάχρεος
involved in debt
ShortDef
involved in debt
Debugging
Headword:
κατάχρεος
Headword (normalized):
κατάχρεος
Headword (normalized/stripped):
καταχρεος
IDX:
47023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47024
Key:
Data
{'content': 'involved in debt'}