Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
View word page
καταχρέμπτομαι
to spit upon

ShortDef

to spit upon

Debugging

Headword:
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized):
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρεμπτομαι
IDX:
47022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47023
Key:

Data

{'content': 'to spit upon'}