Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
View word page
καταχρειόομαι
to be ill-treated

ShortDef

to be ill-treated

Debugging

Headword:
καταχρειόομαι
Headword (normalized):
καταχρειόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρειοομαι
IDX:
47021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47022
Key:

Data

{'content': 'to be ill-treated'}