Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
View word page
καταχράω
to suffice, see καταχράομαι end of entry
ShortDef
to suffice, see καταχράομαι end of entry
Debugging
Headword:
καταχράω
Headword (normalized):
καταχράω
Headword (normalized/stripped):
καταχραω
IDX:
47020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47021
Key:
Data
{'content': 'to suffice, see καταχράομαι end of entry'}