Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
View word page
καταχράομαι
to make full use of, apply; to finish off, execute

ShortDef

to make full use of, apply; to finish off, execute

Debugging

Headword:
καταχράομαι
Headword (normalized):
καταχράομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχραομαι
IDX:
47019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47020
Key:

Data

{'content': 'to make full use of, apply; to finish off, execute'}