Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
View word page
καταχραίνω
befoul, mid. sprinkle

ShortDef

befoul, mid. sprinkle

Debugging

Headword:
καταχραίνω
Headword (normalized):
καταχραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταχραινω
IDX:
47018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47019
Key:

Data

{'content': 'befoul, mid. sprinkle'}