Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
View word page
καταχορηγέω
to lavish as χορηγός; to spend lavishly, squander
ShortDef
to lavish as χορηγός; to spend lavishly, squander
Debugging
Headword:
καταχορηγέω
Headword (normalized):
καταχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
καταχορηγεω
IDX:
47017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47018
Key:
Data
{'content': 'to lavish as χορηγός; to spend lavishly, squander'}