Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
κατάχρεως
View word page
καταχορδεύω
to mince up as for a sausage
ShortDef
to mince up as for a sausage
Debugging
Headword:
καταχορδεύω
Headword (normalized):
καταχορδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταχορδευω
IDX:
47014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47015
Key:
Data
{'content': 'to mince up as for a sausage'}